εφεδραζω

εφεδραζω
    ἐφεδράζω
    ἐφ-εδράζω
    усаживать
    

τὰ σφαιρώματα ἐφηδρακώς τινι шутл. Sext. — усевшийся на что-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εφεδραζω" в других словарях:

  • εφεδράζω — ἐφεδράζω (Α) [εφέδρα] 1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.) 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐφεδραζομένης — ἐφεδράζω set pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδραζόμενος — ἐφεδράζω set pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράζειν — ἐφεδράζω set pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράζεσθαι — ἐφεδράζω set pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράζοντος — ἐφεδράζω set pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράζουσα — ἐφεδράζω set pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεδρήσσω — ἐφεδρήσσω (ΑΜ) [εφέδρα] (ποιητ. τ. τού ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.) 2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»